τορίκι

τορίκι
και τουρίκι, το, Ν
κοινή ονομασία είδους παλαμίδας, λακέρδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. τουρκ. προέλευσης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τουρίκι — το, Ν ζωολ. βλ, τορίκι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”